Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
εκστάδιος — ἑκστάδιος, ον (Α) αυτός που έχει μήκος ή έκταση έξι σταδίων … Dictionary of Greek
ἑκστάδιος — six stades long masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)